- υδροσκοπώ
- -έω, Α, και μόνον στη μέσ. ὑδροσκοποῡμαι, -έομαι, Μ [ὑδροσκόπος](ενεργ. και μέσ.) ερευνώ το έδαφος για την ανεύρεση υπόγειων αποθεμάτων νερού, είμαι υδροσκόποςαρχ.προφητεύω το μέλλον από τις κινήσεις, τον θόρυβο και την φορά με την οποία κινείται το νερό.
Dictionary of Greek. 2013.